καρπάτινον

καρπάτινον
καρπάτινον, τὸ (Α)
(ενν. υπόδημα)
βλ. καρβάτινος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καρπάτινον — made of hide neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρβάτινος — καρβάτινος, ίνη, ον (Α) 1. κατασκευασμένος από ακατέργαστο, φρεσκογδαρμένο δέρμα, ιδίως βοδιού 2. (το θηλ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) αἱ καρβάτιναι είδος υποδημάτων από ακατέργαστο δέρμα, «τσαρούχια» (α. «καρβάτιναι πεποιημέναι ἐκ τῶν νεοδάρτων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”